- εκσημαινω
- ἐκσημαίνωἐκ-σημαίνω(aor. ἐξεσήμηνα) указывать, возвещать
(κακόν τι Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κακόν τι Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκσημαίνω — ἐκσημαίνω (Α) 1. σημαίνω, δηλώνω, υπαινίσσομαι 2. αποκαλύπτω, φανερώνω 3. ανακαλύπτω … Dictionary of Greek
ἐκσημήνασθαι — ἐκσημαίνω disclose aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεσήμηνας — ἐκσημαίνω disclose aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)